dicționar arabă - greacă

العربية - ελληνικά

حوض الاستحمام în greacă:

1. μπανιέρα μπανιέρα



Greacă cuvântul "حوض الاستحمام„(μπανιέρα) apare în seturi:

Λεξιλόγιο για το μπάνιο στα αραβικά