dicționar germană - greacă

Deutsch - ελληνικά

Fang în greacă:

1. Σύλληψη Σύλληψη


Ο συναγερμός της αστυνομίας ξεκίνησε το βράδυ και τελείωσε τα ξημερώματα, με την σύλληψη του δράστη.