1. παλιό
Το αμάξι μου είναι πολύ παλιό. Πρέπει να αγοράσω ένα καινούργιο.
Ο πάτερας μου επισκεύασε το παλιό μου ρολόι.
Greacă cuvântul "old„(παλιό) apare în seturi:
Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 151 - 2002. παλιός
Greacă cuvântul "old„(παλιός) apare în seturi:
100 Adjectives