dicționar engleză - greacă

English - ελληνικά

with în greacă:

1. με με


Κανείς δεν με καταλαβαίνει.
Ο ορισμός της "οικογένειας" έχει αλλάξει με τα χρόνια.
Ο συναγερμός της αστυνομίας ξεκίνησε το βράδυ και τελείωσε τα ξημερώματα, με την σύλληψη του δράστη.
Η Ελληνική Επανάσταση τελείωσε με την δημιουργία ενός μικρού Ελληνικού Κράτους στην άκρη της Βαλκανικής.

Greacă cuvântul "with„(με) apare în seturi:

Και,ή,αλλά,οπότε - And, or, but, so

2. μαζί μαζί


Ο Θεός νά'ναι μαζί μας.
Να είσαι καλός μαζί της, Μπίλ.

Greacă cuvântul "with„(μαζί) apare în seturi:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 1 - 50