dicționar spaniolă - greacă

español - ελληνικά

bastón în greacă:

1. μπαστούνι μπαστούνι


Μην ξεχάσεις να πάρεις τα μπαστούνια γκολφ.
Ο δάσκαλος χτύπησε τον μαθητή με το μπαστούνι του.