dicționar spaniolă - greacă

español - ελληνικά

tiene în greacă:

1. έχει έχει


Δεν έχει αδέλφια.
Σήμερα έχει πιο πολλά σύννεφα από χτες.
Ένα κουαρτέτο έχει ένα παραπάνω μέλος από ένα τρίο.
Ο Μάικ έχει ένα φίλο που μένει στο Σικάγο.
Ο ορισμός της "οικογένειας" έχει αλλάξει με τα χρόνια.
Το μέγεθος δεν έχει σημασία.
Δεν έχει καμία διαφορά όποιο και να διαλέξεις.
Ο κήπος μας είναι μεγάλος και έχει πολλά λουλούδια.
Η Χάνακο έχει ξεχάσει την ομπρέλα της πάλι.
Ο Πέτρος έχει μαύρα μαλλιά αλλά ο Λεχ έχει ξανθά.