dicționar poloneză - greacă

język polski - ελληνικά

mój în greacă:

1. μου


Βοήθησα την μητέρα μου να πλύνει τα πιάτα.
Κοίταξα γύρω μου.
Φύτεψα μία μηλιά στον κήπο μου.
Ο ήλιος μου αρέσει πάρα πολύ.
Περισσότερο από το σίδερο, περισσότερο από το μολύβι, περισσότερο από τον χρυσό, χρειάζομαι τον ηλεκτρισμό. Τον έχω ανάγκη περισσότερο από το αρνάκι ή το χοιρινό ή το μαρούλι ή το αγγουράκι. Τον έχω ανάγκη για τα όνειρά μου.
Παρακαλώ πες μου το όνομά σου.
Άφησα τα κλειδιά μου στο τραπέζι. Μπορείς να μου τα φέρεις, σε παρακαλώ;
Μή μου άπτου.
Αυτή δεν μου άφησε να διαβάσω το γράμμα.
Bρέχει σήμερα. Πού έχω όμως την ομπρέλα μου;
Η απόφασή μου να σπουδάσω στο εξωτερικό εξέπληξε τους γονείς μου.
Πολύ μου χρησίμεψε.
Κοιτάξτε τί μου έφερε αυτή για τα γενέθλιά μου!
Απαγορεύω το κάπνισμα στο δωμάτιό μου.
Ο πάτερας μου επισκεύασε το παλιό μου ρολόι.

Greacă cuvântul "mój„(μου) apare în seturi:

Ελληνικά για σας Α1 βήμα 1
Μάθημα 19 Νοεμβρίου
Mój projekt 2 podstawy