dicționar poloneză - greacă

język polski - ελληνικά

rozmowa kwalifikacyjna în greacă:

1. μια συνέντευξη μια συνέντευξη



2. συνέντευξη συνέντευξη


Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έδωσε χθες συνέντευξη τύπου στο Ζάππειο.