dicționar vietnameză - greacă

Tiếng Việt - ελληνικά

tụ họp în greacă:

1. συνάντηση συνάντηση


Αποφασίσαμε να αναβάλλουμε την συνάντηση μέχρι την επόμενη Κυριακή.
Είναι πιθανό η ποδοσφαιρική συνάντηση να αναβληθεί εξαιτίας της βροχής.